πολυτελής

πολυτελής
-ές, ΝΜΑ
αυτός για τον οποίο δαπανήθηκαν πολλά χρήματα, δαπανηρός, πολυέξοδος (α. «πολυτελές διαμέρισμα» β. «οἰκίης μεγάλης καὶ πολυτελέος περιβολή», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(κοινων.) αυτός που είναι εφοδιασμένος με περισσότερα και καλύτερης ποιότητας μέσα από ό,τι χρειάζεται για την απλή εκπλήρωση τού σκοπού για τον οποίο προορίζεται («πολυτελές ξενοδοχείο»)
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που ξοδεύει πολλά, σπάταλος, πολυέξοδος («γυνὴ πολυτελής ἐστ' ὀχληρόν», Μέν.)
2. (για νεκρό) αυτός που τιμάται με πολυδάπανη, μεγαλόπρεπη κηδεία
3. πολύτιμος, βαρύτιμος («περιαπτομένην λίθους πολυτελεῖς», Πλούτ.)
4. εξαιρετικά επωφελής, πολύ χρήσιμος.
επίρρ...
πολυτελώς / πολυτελῶς ΝΜΑ
με πολυτελή, δαπανηρό τρόπο, με πολυτέλεια («ζει πολυτελώς»)
αρχ.
με μεγαλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -τελής (< τέλος), πρβλ. ισο-τελής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυτελής — very expensive masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. πολυέξοδος, πολυδάπανος: Κάνει ζωή πολυτελή. 2. μεγαλοπρεπής, πλούσιος, λουσάτος: Πολυτελής έκδοση βιβλίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυτέλης — πολυτελέω to be extravagant imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελῆ — πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυτελής very expensive masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυτελής very expensive masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελέστερον — πολυτελής very expensive adverbial comp πολυτελής very expensive masc acc comp sg πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελεστάτων — πολυτελής very expensive fem gen superl pl πολυτελής very expensive masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελεστέραις — πολυτελής very expensive fem dat comp pl πολυτελεστέρᾱͅς , πολυτελής very expensive fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελεστέρων — πολυτελής very expensive fem gen comp pl πολυτελής very expensive masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελέα — πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυτελής very expensive masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελές — πολυτελής very expensive masc/fem voc sg πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”